σχολάρχης

σχολάρχης
ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν
αρχηγός ή ιδρυτής καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής
νεοελλ.
διευθυντής σχολαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + -άρχης* (< ἄρχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σχολάρχης — head of a school masc nom sg σχολαρχέω to be the head of a school imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολάρχης — ο 1. διευθυντής σχολαρχείου. 2. ιδρυτής κάποιας σχολής φιλοσοφικής ή καλλιτεχνικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολαρχῶν — σχολάρχης head of a school masc gen pl σχολαρχέω to be the head of a school pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολαρχώ — έω, Α [σχολάρχης] είμαι σχολάρχης …   Dictionary of Greek

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • Δοσίθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αστρονόμος (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.). Καταγόταν από το Πηλούσιο και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Υπήρξε μαθητής του Κόνωνα και φίλος του Αρχιμήδη. Είναι γνωστές οι παρατηρήσεις του για τους απλανείς αστέρες και ένα έργο για …   Dictionary of Greek

  • Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Κτενάς, Χριστόφορος — (Λευκάδα 1864 – 1940). Λόγιος, αρχιμανδρίτης και συγγραφέας. Σπούδασε στην Αθωνιάδα Σχολή και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, ενώ ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1884 έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και αργότερα ανέλαβε το… …   Dictionary of Greek

  • Πατούσας — Επώνυμο 2 Ελλήνων λογίων: 1. Γεώργιος. Αθηναίος λόγιος και μοναχός, που έδρασε γύρω στον 17 18o αι. Σπούδασε στην Ιταλία και διετέλεσε εφημέριος του ναού του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία (1723 – 1761) και σχολάρχης του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”